πολυσπάστων

πολυσπάστων
πολύσπαστος
drawn by many cords
masc/fem/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παρέλωμα — το [παρελώνω] 1. ναυτ. ένωση, συναρμολόγηση δύο ξύλων, η συμβολή τους 2. αγκύρωση μεγάλων πολύσπαστων με σκοπό την ανύψωση βαριού αντικειμένου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”